- γενωμένος
- η, ο1) зрелый, спелый; 2) готовый, сделанный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γενωμένος — γενωμένος, η, ο και γινωμένος, η, ο (μτχ. του γίνομαι), ώριμος: Τα φρούτα είναι γινωμένα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γενωμένος — η, ο ο γινωμένος* … Dictionary of Greek
γινωμένος — και γενωμένος, η, ο 1. τελειωμένος 2. ώριμος (για καρπούς), φτασμένος σε πλήρη ανάπτυξη (για το σώμα). [ΕΤΥΜΟΛ. < γίνω, υποτ. τού αορ. έγινα τού ρ. γίνομαι] … Dictionary of Greek
γινωμένος — η, ο βλ. γενωμένος, η, ο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)